- μελετητός
- μελετ-ητός, ή, όν,A to be gained by practice, Pl. Clit.407b, Luc. Im.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελετητός — μελετητός, ή, όν (Α) [μελετώ] αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με την άσκηση ή τη μελέτη ή αυτός που μπορεί να τόν μάθει κανείς με την άσκηση ή τη μελέτη («εἰ δὲ μελετητόν τε καὶ ἀσκητόν, οἵτινες ἐξασκήσουσι καὶ ἐκμελετήσουσιν ἱκανῶς», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
μελετητά — μελετητός to be gained by practice neut nom/voc/acc pl μελετητά̱ , μελετητός to be gained by practice fem nom/voc/acc dual μελετητά̱ , μελετητός to be gained by practice fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετητότερον — μελετητός to be gained by practice adverbial comp μελετητός to be gained by practice masc acc comp sg μελετητός to be gained by practice neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετητόν — μελετητός to be gained by practice masc acc sg μελετητός to be gained by practice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετηταί — μελετητός to be gained by practice fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)